- φόμα
- το Ν(μυκητ.) βλ. φώμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φώμα — και φόμα, το, Ν (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων τής οικογένειας σφαιροψιδίδες, που ανήκει στην τάξη σφαιροψιδώδη τής κλάσης κοιλομύκητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phōma (< αρχ. φωΐς «φλύκταινα, φουσκάλα»)] … Dictionary of Greek